- καπνίζω
- κάπνισα, καπνίστηκα, καπνισμένος1. βγάζω καπνό: Καπνίζει το τζάκι σου.2. είμαι καπνιστής, φουμάρω: Καπνίζει είκοσι τσιγάρα την ημέρα.3. υποβάλλω κάτι στην επίδραση του καπνού: Καπνίζει τα λουκάνικα.4. μαυρίζω κάτι με καπνό: Δεν πρόσεξες και κάπνισες τους τοίχους.5. το μέσ., καπνίζομαι μτφ., θυμώνω: Καπνίστηκε μ' αυτά που του είπες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.